- καλύψατε
- καλύπτωoc-culoaor imperat act 2nd plκαλύπτωoc-culoaor ind act 2nd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλύψαθ' — καλύψατε , καλύπτω oc culo aor imperat act 2nd pl καλύψατο , καλύπτω oc culo aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) καλύψατε , καλύπτω oc culo aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλύψατ' — καλύψατε , καλύπτω oc culo aor imperat act 2nd pl καλύψατο , καλύπτω oc culo aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) καλύψατε , καλύπτω oc culo aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… … Dictionary of Greek